Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Τα Χριστούγεννα ενός πρεζάκια

Μετάφραση του διηγήματος "Junky's Christmas" από το βιβλίο "Interzone" του William Burroughs.






Ήταν ανήμερα των Χριστουγέννων και ο Ντάνυ, το κλεφτρόνι αυτοκινήτων βγήκε στη γύρα χαρμανιασμένος και ταπί μετά από 72 ώρες στο κρατητήριο. Ήταν μία καθαρή και ηλιόλουστη μέρα, αλλά δεν υπήρχε ζεστασιά στον ήλιο. Ο Ντάνυ τουρτούριζε από το εσωτερικό κρύωμα της χαρμάνας. Σήκωσε το γιακάαπό το πολυφορεμένο και λιγδιασμένο μαύρο παλτό του.
"Αυτό το ψόφιο φυαλίδιο βενεζενδρίνης  (αμφεταμίνη) δε θα κρατήσει ούτε για δύο ώρες", σκέφτηκε. Βρισκόταν στην Γουέστ Νάιντις. Ένα μακρύ οικοδομικό τετράγωνο από τούβλινα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Εδώ και εκεί υπήρχε ένα χριστουγεννιάτικο στεφάνι σε κάθε καθαρό μαύρο παράθυρο. Οι αισθήσεις του Ντάνυ αποτύπωσαν τα πάντα με ακρίβεια και καθαρότητα, με την επίπονη ένταση της χαρμάνας. Το φως έβλαψε τις διεσταλμένες κόρες των ματιών του.
Προσπέρασε ένα αυτοκίνητο, καρφώνοντας τα χλωμά μπλε μάτια τουπλαγίως σε μία γρήγορη εκτίμηση (της κατάστασης). Υπήρχε ένα δέμα στη θέση και ένα από τα παράθυρα εξαερισμού ήταν ξεκλείδωτο. Ο Ντάνυ προχώρησε τρία βήματα. Κανείς στο οπτικό του πεδίο. Χτύπησε τα δάχτυλα του σαν να θυμήθηκε κάτι και γύρισε προς τα πίσω. Κανείς…
«Κακό στήσιμο», αποφάσισε.  «Ο δρόμος να είναι άδειος όπως τώρα και εγώ να είμαι σαν την μύγα μες το γάλα. Η δουλειά πρέπει να γίνει γρήγορα».
Πλησίασε στο παράθυρο του εξαερισμού. Μία πόρτα άνοιξε πίσω του. Ο Ντάνυ έβγαλεένα κουρέλι και ξεκίνησε να γυαλίζει τα παράθυρα του αμαξιού. Μπορούσε να αισθανθεί τον άντρα που στεκόταν από πίσω του.
«Τι φτιανς εδώ
Ο Ντάνυ γύρισε σαν να αιφνιδιάστηκε. «Απλώς σκέφτηκα ότι τα παράθυρα του αυτοκινήτου σας χρειάζονται γυάλισμα, κύριε».
Ο άντρας είχε φάτσα βατράχου και βαριά προφορά του Νότου. Φορούσε ένα παλτό από μαλλί καμήλας.
«Τ’ αμάξ’ μ’ δεν χρειάζειτ’ γυάλσμα, ούτ’ επίσης τίποτ’ κλεμμένο απ’ αυτό.»
Ο Ντάνυ ξεγλίστρησε καθώς ο άντρας προσπάθησε να τον βουτήξει.  «Δεν έψαχνα να κλέψω τίποτα, κύριε. Είμαι επίσης, από τον Νότο. Τη Φλόριντα.»
«Αναθεματσμένο ύπουλ’ κλεφτρόν’!»
Ο Ντάνυ απομακρύνθηκε γρήγορα και έστριψε στη γωνία.
«Καλύτερα να την κάνω από τη γειτονιά. Αυτός ο χωριάτης μπορεί να φωνάξει τους μπάτσους.»
Περπάτησε 15 τετράγωνα. Το κορμί του έσταζε ιδρώτα.Τα πνευμόνια του πονούσαν. Τα χείλη του σύρθηκαν κάτω από τα κιτρινισμένα του δόντια σε ένα γρύλλισμα  απόγνωσης.
«Πρέπει με κάποιον τρόπο να γίνω. Αν είχα ρούχα της προκοπής….»
Ο Ντάνυ είδε μία βαλίτσα να στέκεται σε ένα κατώφλι. Καλό δέρμα… Σταμάτησε και παρίστανε πως έψαχνε για τσιγάρο.
«Άστειο», σκέφτηκε. «Κανείς εδώ γύρω. Μέσα ίσως κάποιος να καλεί ταξί».
Στη (συγκεκριμένη) γωνία υπήρχαν μόνο λίγα σπίτια. Πήρε μία βαθιά ανάσα και σήκωσε τη βαλίτσα. Έφτασε στη γωνία. Έπειτα σε άλλο τετράγωνο, σε άλλη γωνία. Η βαλίτσα ήταν πολύ βαριά.«Έχω βγάλει τη δόση μου ήδη», σκέφτηκε. «Ίσως να φτάνει για ένα δεκαεξάρι και για ένα δωμάτιο». Ο Ντάνυ έτρεμε και είχε σπασμούς, αισθανόμενος ένα ζεστό δωμάτιο και ηρωίνη να αδειάζει στη φλέβα του. «Ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά».
Κατευθύνθηκε στo πάρκο Μορνγκσάιντ. Κανείς τριγύρω. «Χριστέ μου, δεν έχω ξαναδεί την πόλη τόσο άδεια».
Άνοιξε τη βαλίτσα. Δύο μεγάλα πακέτα σε με καφέ χαρτί περιτυλίγματος. Έβγαλε το ένα έξω. Του φάνηκε σαν να είναι κρέας. Έσκισε το πακέτο και το άνοιξε  από τη μία άκρη, αποκαλύπτοντας ένα γυμνό γυναικείο πόδι. Τα δάχτυλα των ποδιών ήταν βαμμένα με μωβ-κόκκινο βερνίκι. Πέταξε το πόδι με ένα σαρκαστικό νεύμα αηδίας.
«Ο Χριστός και η Παναγία!» αναφώνησε. «Οι συνηθισμένοι άνθρωποι έχουν πάρει την κάτω βόλτα στις μέρες μας. Πόδια!» Όπως και να έχει, έχω μία βαλίτσα. Πέταξε το άλλο πόδι έξω. Καθόλου κηλίδες αίματος. Έκλεισε τη βαλίτσα και έφυγε.
«Πόδια!» μουρμούρισε.
Βρήκε τον Αγοραστή να κάθεται σε ένα τραπέζι στην καφετέρια του Τζάροουζ.
«Σκέφτηκα ότι θα έπαιρνες το ρεπό σου», είπε ο Ντάνυ, ακουμπώντας την βαλίτσα κάτω.
Ο Αγοραστής κούνησε το κεφάλι του λυπημένα. «Δεν έχω κανέναν. Οπότε τι είναι τα Χριστούγεννα για μένα;» Τα μάτια του κινήθηκαν πάνω στην βαλίτσα, σκαλίζοντας, ελέγχοντας και ψάχνοντας για ψεγάδια.
«Τι υπήρχε μέσα
«Τίποτα»
«Ποιο είναι το πρόβλημα; Δεν πληρώνω αρκετά;»
«Σου λέω δεν υπήρχε τίποτα μέσα»
«Μάλιστα. Επομένως, κάποιος ταξιδεύει με μία άδεια βαλίτσα. Μάλιστα…». Σήκωσε επάνω τρία δάχτυλα.
«Για το όνομα του Θεού, Γκίμπυ, Δώσε μου μια πεντάρα.»
«Έχεις και άλλο αγοραστή. Γιατί δεν σου δίνει αυτός μια πεντάρα;»
«Είναι όπως τα λέω, η βαλίτσα ήταν άδεια.»
Ο Γκίμπυ κλώτσησε τη βαλίτσα υποτιμητικά. «Είναι γεμάτη χαρακιές και φαίνεται κάπως βρώμικη.» Ρούφηξε τη μύτη του καχύποποτα. «Πως βρωμάει έτσι; Μεξικάνικο δέρμα».
«Ώστε εγώ είμαι στην μπίζνα με το δέρμα;»
Ο Γκίμπυ ανασήκωσε τους ώμους. «Θα μπορούσε». Έβγαλε έξω ένα μάτσο από χαρτονομίσματα και τράβηξε τρία από αυτά, πετώντας τα στο τραπέζι πίσω από το δοχείο με τις χαρτοπετσέτες. «Τα θέλεις;»
«Ναι». Ο Ντάνυ πήρε τα λεφτά.
«Βλέπεις καθόλου τον Γιώργο τον Έλληνα;» ρώτησε.
«Που ήσουν; Τον τσάκωσαν δυο μέρες πριν».
«Ωχ… Κακό αυτό».
Ο Ντάνυ έφυγε. «Τώρα που μπορώ να γίνω;» σκέφτηκε. Ο Γιώργος ο Έλληνας ήταν για πολύ καιρό στην πιάτσα. Ο Ντάνυ νόμιζε ότι θα ήταν σταθερός. «Είχε καλό πράμα επίσης, και όχι μικρές ποσότητες».
Ο Ντάνυ ανέβηκε προς την 103η οδό και Μπρόντγουει. Κανείς στου Τζάροουζ. Κανείς στο Ότοματ.
«Γκχμ…» γρύλισε. «Όλα τα βαποράκια που σπρώχνουν με πίστωση λείπουν». Τι τους νοιάζει για κάποιον άλλον; Από την στιγμή που τρυπάν τη φλέβα. Τι τους νοιάζει για ένα χαρμανιασμένο πρεζόνι;»
Σκούπισε τη μύτη του με το ένα δάχτυλο, κοιτάζοντας κρυφά τριγύρω.
«Δεν υπάρχει λόγος να τρακάρω αυτούς τους «αράπηδες» στο Χάρλεμ. Αφού δεν πρόκειται  να γίνω με τα λεφτά που έχω ή θα μου πασάρουν ποντικοφάρμακο. Μπορεί να βρω τον Πάνταπον Ρόουζ στην 8η λεωφόρο και 23η οδό.»
Δεν υπήρχε κανείς που να ξέρει στην 23η οδό Τόμσον.
«Χριστέ μου», σκέφτηκε. «Που είναι όλοι;».
Άρπαξε τις δύο άκρες του παλτού του με το ένα χέρι, κοιτάζοντας πάνω και κάτω τον δρόμο.
«Να ο Τζόυ από το Μπρούκλιν. Θα γνώριζα αυτό το καπέλο παντού»
«Τζόυ! Ε, Τζόυ!»
 Ο Τζόυ απομακρυνόταν, με την πλάτη του στον Ντάνυ. Γύρισε από την άλλη. Το πρόσωπο του ήταν βουλιαγμένο και σκελετωμένο. Τα γκρι μάτια γυάλιζαν κάτω από ένα λιγδιασμένο πεσμένο καπέλο. Ο Τζόυ σνίφαρε ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τα μάτια του έτρεχαν».
«Κανένα νόημα να τον ρωτήσω», σκέφτηκε ο Ντάνυ. Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους με ένα μίσος της απογοήτευσης.
«Μαντεύω ότι άκουσες για τον Γιώργο τον Έλληνα», είπε ο Ντάνυ.
«Ναι . Άκουσα. Πήγες στην 103η;»
«Ναι. Μόλις ήρθα από εκεί. Κανείς στην γύρα».
«Κανείς στη γύρα γενικά.», είπε ο Τζόυ. «Δεν μπορώ να γίνω ούτε με τρελόχαπα». [1]
«Καλά Χριστούγεννα λοιπόν, Τζόυ. Θα τα πούμε».
«Ναι, τα λέμε».
Ο Ντάνυ περπατούσε γρήγορα. Θυμήθηκε ένα «κράχτη»[2] στην 18η οδό. Φυσικά ο κράχτης του είπε να μην ξαναέρθει πίσω. Αλλά ακόμα άξιζε τον κόπο να προσπαθήσει.
Ένα σπίτι με καφέ τούβλα με μια κάρτα στο παράθυρο «Π. Χ. Ζουνίγκα, MD.» Ο Ντάνυ χτύπησε το κουδούνι. Άκουσε αργά βήματα. Η πόρτα άνοιξε, και ο γιατρός κοίταξε τον Ντάνυ με κατακόκκινα καφετί μάτια. Του έγνεψε ελαφρώς και στήριξε το παχύδερμο σώμα του πάνω στον παραστάτη της πόρτας. Το πρόσωπο του ήταν απαλό, λατίνο, το μικρό κόκκινο στόμα του νωθρό. Δεν είπε τίποτα. Απλώς, στηρίχτηκε εκεί κοιτάζοντας τον Ντάνυ.
«Αναθεματισμένε αλκοολικέ», σκέφτηκε ο Ντάνυ. Χαμογέλασε.
«Καλά Χριστούγεννα, γιατρέ».
Ο γιατρός δεν απάντησε.
«Με θυμάσαι γιατρέ». Ο Ντάνυ προσπάθησε να τρυπώσει πλαγίως μέσα στο σπίτι προσπερνώντας αργά τον γιατρό. «Συγνώμη που σας ενοχλώ την Μέρα των Χριστουγέννων αλλά είχα ακόμα ένα υποτροπή»
«Υποτροπή;»
«Ναι. Νευραλγία του προσώπου.». Ο Ντάνυ έκανε με την μία πλευρά του προσώπου του μία γκριμάτσα φρίκης. Ο γιατρός οπισθοδρόμησε ελαφρώς και ο Ντάνυ όρμησε στο σκοτεινό χολ.
«Καλύτερα να κλείσω την πόρτα παρά να κρυολογήσω» είπε χαρωπά, σπρώχνοντας την πόρτα ώστε να κλείσει.
Ο γιατρός  τον περιεργάστηκε, εστιάζοντας ολοφάνερα με τα μάτια του. «Δεν μπορώ να σου συνταγογραφήσω» είπε αυτός.
«Μα Γιατρέ, η κατάσταση είναι υπαρκτή. Είναι επείγον, καταλαβαίνεις.»
«Όχ,ι συνταγογράφηση. Απίθανο... Είναι εκτός νόμου.»
«Έδωσες έναν όρκο, Γιατρέ. Βασανίζομαι».  Ο τόνος της  φωνής του Ντάνυ ανέβηκε σε ένα υστερικό τραχύ καψούρισμα.
Ο γιατρός ταράχτηκε και έβαλε το χέρι του πάνω στο μέτωπο του.
«Άσε με να σκεφτώ. Μπορώ να σου δώσω ένα τέταρτο χαπιού. Αυτό είναι όλο και όλο που έχω στο σπίτι».
«Μα, Γιατρέ- ένα τέταρτο μόνο….».
Ο γιατρός τον σταμάτησε. «Αν αυτό που λες ισχύει, δε θα χρειαστείς παραπάνω. Αν δεν ισχύει, δεν θέλω να έχω παρτίδες μαζί σου. Περίμενε εδώ».
Ο γιατρός τρέκλισε περπατώντας στο χολ, αφήνοντας ένα ρέψιμο από το μεθύσι. Επέστρεψε και άφησε ένα χάπι στο χέρι του Ντάνυ. Ο Ντάνυ τύλιξε το χάπι σε ένα κομμάτι χαρτί και το καβάτζωσε.
«Δεν υπάρχει χρέωση». Ο γιατρός έπιασε με το χέρι του το πόμολο της πόρτας. «Και τώρα καλέ μου…»
«Μα γιατρέ- δεν μπορείς να παραλείψεις τη συνταγογράφηση».
«Όχι. Θα ανακουφιστείς περισσότερο αν το πάρεις από το στόμα. Παρακαλώ να μην ξαναέρθεις». Ο γιατρός άνοιξε την πόρτα.
«Λοιπόν, αυτό θα σβήσει τη χαρμάνα, και έχω ακόμη χρήματα να ακουμπήσω για ένα δωμάτιο», σκέφτηκε ο Ντάνυ.
Ήξερε ένα φαρμακείο που πουλούσε σύριγγες  χωρίς πολλές ερωτήσεις. Αγόρασε μία εικοσιεξάρα βελόνα ινσουλίνης και ένα σταγονόμετρο, τα οποία επέλεξε προσεκτικά, απορρίπτοντας μοντέλα με κυρτό σταχτήρα (στο σταγονόμετρο) ή με παχιά άκρη (στη βελόνα). Τελικά, αγόρασε μία πιπίλα μωρού για να χρησιμοποιήσει αντί για «γλόπμο»[3]. Σταμάτησε στο Ότοματ και έκλεψε ένα κουτάλι του τσαγιού.
Ο Ντάνυ ακούμπησε δύο δολάρια σε ένα δωμάτιο που η εβδομάδα πάει με των έξι  στη Γουέστ Φόρτις, όπου ήξερε το σπιτονοικοκύρη. Έκλεισε την πόρτα με ορμή και τοποθέτησε το κουτάλι, τη βελόνα και το σταγονόμετρο σε ένα τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι. Έριξε το χάπι στο κουτάλι και το κάλυψε με μία σταγόνα χρησιμοποιώντας το «σταγονόμετρο». Έβαλε ένα σπίρτο κάτω από το κουτάλι μέχρι που το χάπι διαλύθηκε. Έκοψε μία λωρίδα από χαρτί, την σάλιωσε και την τύλιξε γύρω από την άκρη του σταγονόμετρου, προσαρμόζοντας τη βελόνα στο βρεγμένο χαρτί, ώστε να επιτύχει μία αεροστεγή σύνδεση. Πέταξε ένα κομμάτι κουρέλι από την τσέπη του μέσα στο κουτάλι και ρούφηξε το υγρό μέσα στο σταγονόμετρο μέσω της βελόνας, κρατώντας τη βελόνα στο κουρέλι για να μη χάσει ούτε την τελευταία σταγόνα.
Το χέρι του Ντάνυ έτρεμε από ενθουσιασμό και ανέπνεε γρήγορα.  Με μία ένεση με ηρωίνη μπροστά του, οι άμυνες του έπεσαν και η χαρμάνα πλημμύρισε το σώμα του. Τα πόδια του ξεκίνησαν να συσπώνται και να πονάνε. Μία κράμπα συντάραξε το στομάχι του. Δάκρυα έτρεξαν στο πρόσωπο του από τα μάτια του που έτσουζαν και έκαιγαν. Τύλιξε ένα μαντήλι γύρω από το δεξί του μπράτσο, κρατώντας την άκρη με τα δόντια του. Τράβηξε το μαντήλι , και ξεκίνησε να τρίβει το μπράτσο του για να βρει φλέβα.
«Μαντεύω ότι μπορώ να χτυπήσω σε αυτήν εδώ» σκέφτηκε, διατρέχοντας με το ένα δάχτυλο του κατά μήκος της φλέβας. Πήρε το σταγονόμετρο στο αριστερό του χέρι.
Ο Ντάνυ άκουσε ένα βογγητό από το διπλανό δωμάτιο. Συνοφρυώθηκε ενοχλημένος. Ακόμα ένα βογγητό. Δεν μπορούσε  να αγνοήσει το θόρυβο. Περπάτησε κατά μήκος του δωματίου με το «σταγονόμετρο» στο χέρι και έγειρε το αυτί του στον τοίχο. Τα βογγητά ερχόντουσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, ένας απαίσιος και απάνθρωπος ήχος βγήκε από το στομάχι του.
Ο Ντάνυ άκουσε για ένα ολόκληρο λεπτό . Γύρισε στο κρεβάτι και κάθισε κάτω. «Γιατί δεν καλεί κάποιος έναν  γιατρό;», σκέφτηκε με αγανάκτηση. «Αυτό είναι χαλάστρα!». Τέντωσε το μπράτσο του και ζύγιασε τη βελόνα. Έγειρε το κεφάλι του ακούγοντας ξανά.
«Για όνομα του Χριστού».  Έκοψε το μαντήλι και τοποθέτησε το «σταγονόμετρο» σε ένα ποτήρι νερό, το οποίο έκρυψε πίσω από το καλάθι με τα σκουπίδια. Μπήκε στο χολ του διαδρόμου  και χτύπησε την πόρτα του διπλανού δωματίου. Καμία απάντηση. Τα βογγητά συνέχισαν. Ο Ντάνυ προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα. Ήταν ανοιχτή.
Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές  και  το δωμάτιο ήταν γεμάτο φως. Περίμενε ένα γέρο άνθρωπο  κάπως,  αλλά ο άνθρωπος αυτός στο κρεβάτι ήταν πολύ νέος, δεκαοχτώ ή είκοσι,  ντυμένος και διπλωμένος στα δύο, με τα χέρια του χωμένα γύρω από το στομάχι του.
«Τι πάει στραβά, μικρέ;» ρώτησε ο Ντάνυ.
Το αγόρι τον κοίταξε, τα μάτια του ήταν άσπρα από τον πόνο. Τελικά, ξεστόμισε μία λέξη: «Νεφρά».
«Πέτρες στα νεφρά;» ο Ντάνυ χαμογέλασε. «Δεν εννοώ ότι είναι αστείο, μικρέ. Απλώς…. έχω προσποιηθεί τόσες φορές. Ποτέ δεν είδα αληθινό περιστατικό πιο πριν. Θα καλέσω ένα ασθενοφόρο
Το αγόρι δάγκωσε τα χείλη του. «Δεν θα έρθουν. Ο γιατρός δε θα ‘ρθει». Το αγόρι έκρυψε το πρόσωπο του στο μαξιλάρι.
Ο Ντάνυ έγνεψε με το κεφάλι του. «Θα πουν ότι πρόκειται για ακόμη ένα πρεζόνι που έχει σπασμούς επειδή του έλειπε η δόση. Αλλά η κατάσταση σου είναι υπαρκτή . Ίσως, αν πήγαινα στο νοσοκομείο και εξηγούσα πως έχουν τα πράγματα…. Όχι, νομίζω ότι αυτό δε θα ήταν και τόσο καλό».
«Μη με αφήσεις εδώ» είπε το αγόρι, με πνιγμένη φωνή. «Αυτοί θα λένε ότι δεν είμαι ασφαλισμένος».
«Ναι, ξέρω πως είναι αυτοί οι μπάσταρδοι οι γραφειοκράτες. Κάποτε, είχα ένα φίλο που πέθανε από δάγωμα φιδιού στην αίθουσα αναμονής. Δεν τον άκουσαν ακόμα και όταν προσπάθησε να εξηγήσει ότι ένα φίδι τον δάγκωσε. Ποτέ του δεν είχε αρκετή αποφασιστικότητα. Αυτό έγινε δεκαπέντε χρόνια πριν κάτω στο Τζάκονσβιλ….».
Ο Ντάνυέσυπε πίσω το μανίκι του. Ξαφνικά, έβγαλε έξω το λεπτό, βρώμικο χέρι του και ακούμπησε τον ώμο του αγοριού.
«Λυ-Λυπάμαι, μικρέ. Περίμενε. Θα σε φτιάξω».
Επέστρεψε πίσω στο δωμάτιο του και πήρε το σταγονόμετρο, και γύρισε στο δωμάτιο του αγοριού.
«Σήκωσε το μανίκι σου, μικρέ». Το αγόρι ψηλάφησε το μανίκι της μπλούζας του με ένα ασθενικό χέρι.
«Όλα καλά. Θα το κανονίσω». Ο Ντάνυ ξεκούμπωσε το κουμπί του πουκαμίσου στο σημείο του καρπού και τράβηξε το πουκάμισο και τη μπλούζα πάνω, φανερώνοντας τον λεπτό καφέ πήχη. Ο Ντάνυ αμφιταλαντεύτηκε, κοιτάζοντας το σταγονόμετρο. Ιδρώτας έτρεχε στη μύτη του. Το αγόρι τον κοιτούσε. Ο Ντάνυ έσπρωξε τη βελόνα στον πήχη του αγοριού και παρακολούθησε το υγρό να στραγγίζεται στη σάρκα. Ήρθε στα ίσια του.
Το πρόσωπο του αγοριού ξεκίνησε να χαλαρώνει. Ανασηκώθηκε και χαμογέλασε. «Αυτό το πράγμα δουλεύει πραγματικά» είπε. «Είστε γιατρός, κύριε
«Όχι μικρέ».   
Το αγόρι ξάπλωσε, τεντώνοντας το σώμα του. «Αισθάνομαι πολύ νυσταγμένος. Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα». Ο Ντάνυ περπάτησε ως την άκρη του δωματίου και κατέβασε τις κουρτίνες. Πήγε πίσω στο δωμάτιο του και έκλεισε την πόρτα χωρίς να την κλειδώσει. Κάθισε στο κρεβάτι, κοιτάζοντας το άδειο σταγονόμετρο. Έξω, είχε αρχίσει να νυχτώνει. Το κορμί του Ντάνυ πονούσε χωρίς πρέζα, αλλά ήταν ένας αμβλύς πόνος, αμβλύς και απαρηγόρητος. Μουδιασμένα, πήρε τη βελόνα του «σταγονόμετρου» και την τύλιξε σε ένα κομμάτι χαρτί. Έπειτα, τύλιξε τη βελόνα και το «σταγονόμετρο» μαζί . Κάθισε εκεί με το πακέτο στο χέρι του. «Πρέπει να το καβατζώσω κάπου», σκέφτηκε.
Ξαφνικά, ένα θερμό κύμα παλλόταν μέσα στις φλέβες του και εισέβαλλε στο κεφάλι του σαν χίλια χρυσά χτυπήματα με «Α-Κ». [4]
«Χριστέ μου» σκέφτηκε ο Ντάνυ. «Πρέπει να έχω γίνει με το πιο αγνό "φιξάκι"!». [5]
Η απόλυτη γαλήνη της πρέζας κατακάθησε στους ιστούς του. Το πρόσωπο του έγινε χαλαρό και ήρεμο και το κεφάλι του έπεσε μπροστά.
Ο Ντάνυ το κλεφτρόνι αυτοκινήτων βυθίστηκε στα όνειρα της πρέζας.


Υποσημειώσεις:

 [1] βαρβιτουρικά, ηρεμιστικά χάπια.
 [2] γιατρός που συνταγογραφεί ναρκωτικές ουσίες.
 [3] λαμπτήρας που χρησιμοποιείται για χρήση ναρκωτικών.
 [4] δόση, κατά την οποία ηρωίνη και κοκαίνη λαμβάνονται μαζί (Α-Κ, Άσπρη-Κόκα).
 [5] δόση ηρωίνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου